ξυλόστρωση

ξυλόστρωση
[-ις (-εως)] η покрытие деревянным настилом; мощение деревом, торцевание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξυλόστρωση" в других словарях:

  • ξυλόστρωση — η επένδυση δαπέδου ή τοίχου με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο +. στρώση (< στρώνω), πρβλ. λιθό στρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλόστρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ξυλόστρωση — η επικάλυψη με ξύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»